αρτηριοσκληρωτικός

αρτηριοσκληρωτικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει σχέση με την αρτηριοσκλήρωση ή υποφέρει απ' αυτήν: Όλα αυτά που λέει ότι νιώθει ο άρρωστος είναι φαινόμενα αρτηριοσκληρωτικά.
2. οπισθοδρομικός, παλιών αντιλήψεων άνθρωπος: Μην περιμένεις να μας καταλάβει αυτός ο αρτηριοσκληρωτικός γέρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρτηριοσκληρωτικός — ή, ό 1. αυτός που πάσχει από αρτηριοσκλήρωση 2. εκείνος που επιμένει σε παλαιές αντιλήψεις, που δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες και αντιλήψεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”